υδροβαρόμετρο

υδροβαρόμετρο
το, Ν
όργανο με το οποίο προσδιορίζεται το βάθος τής θάλασσας από την πίεση τού νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + βαρόμετρο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδροβαρόμετρο — το όργανο με το οποίο προσδιορίζεται το βάθος της θάλασσας από την πίεση του νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τηλεϋδροβαρόμετρο — το, Ν τεχνολ. υδροβαρόμετρο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό τού ύψους τής στάθμης τού νερού λίμνης ή δεξαμενής από απόσταση …   Dictionary of Greek

  • υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”